- κωμωδοποιητής
- κωμῳδοποιητής, ό (Α)συγγραφέας κωμωδιών, κωμωδιογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιητής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμῳδοποιητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιηταί — κωμῳδοποιητής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek